Μια ακόμα αγιογραφία μου .

Χρόνια πολλά στις εορτάζουσες

και τους εορτάζοντες .

Ο Απόστολος Παύλος, γνωστός στον δυτικό κόσμο και ως Άγιος Παύλος γεννηθείς ως Σαούλ (Σαύλος, βλ. Πράξ. 7:58, 8:3 κ.ά.), (Ταρσός, Κιλικία αρχές 1ου αι. (5-15 μ.Χ.) – Ρώμη 66-68 μ.Χ.), ήταν Απόστολος και συγγραφέας των μισών περίπου βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Ήταν μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πρώιμης εποχής του Χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της Διδασκαλίας Του Ιησού. Για τον λόγο αυτό, έλαβε το όνομα «Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν».

Εκτός από την Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχουν άλλες αξιόπιστες πηγές για τον βίο του Παύλου. Μέσα από διάφορα χωρία, είναι δυνατόν να εξάγουμε συμπέρασμα για το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό:

«Ἄνθρωπός εἰμι Ἰουδαῖος Ταρσεύς» (Πράξ. 21:39), «γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ (Ιερουσαλήμ) παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῷου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 22:3), «ᾧ λατρεύω ἀπὸ προγόνων ἐν καθαρᾷ συνειδήσει» (Β’ Τιμ. 1:3),

«Περιτομὴ ὀκταήμερος, ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων», «Φαρισαῖος υἱὸς Φαρισαίου», «κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος» (Φιλιπ. 3:5.6, Πράξ. 23:6, πρβλ. και Β’ Κορ. 11:22, Ρωμ. 11:1).

«Καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. 1:14).

Και «τὴν βίωσίν μου τὴν ἐκ νεότητος τὴν ἀπ’ ἀρχῆς γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν Ἱεροσολύμοις ἴσασι πάντες Ἰουδαῖοι, προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ὅτι κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος» (Πράξ. 26:4.5) και «ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν» (Γαλ. 1:13).

Επιπλέον, λέει, Ρωμαίος «ἐγώ δὲ καὶ γεγέννημαι» (Πράξ. 22:28), καθώς κληρονόμησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη από τον πατέρα του.

Έτσι, ο απόστολος Παύλος, όπως ο ίδιος λέει, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, από γονείς ιουδαίους της φυλής Βενιαμίν (Ρωμ. 16:1, Φιλιππ. 3:5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι προερχόταν από τα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού της Κιλικίας και ίσως ήταν φαρισαίος ως προς τις θρησκευτικές προτιμήσεις.

Αν λάβουμε υπόψη ότι στο Πράξ. 7:58, κατά τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα διακόνου Στεφάνου, αναφέρεται ως «νεανίας», ενώ στη Φιλήμ. 9 η οποία γράφτηκε περί το τέλος του 61 με αρχές του 62 μ.Χ. (ή έστω στα 52-55 μ.Χ.), αυτοαποκαλείται «πρεσβύτης», είναι δυνατόν να υπολογίσουμε ότι το έτος γέννησής του ήταν κάπου ανάμεσα στο 5-15 μ.Χ.

Το εβραϊκό όνομα του αποστόλου, ήταν Σαούλ αλλά για τους συμπολίτες του εκτός της Συναγωγής ήταν ο Παύλος (Paulus).

Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Η κοινή Εβραϊκή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι του και γι αυτό μετέπειτα στην Ιερουσαλήμ μιλά «τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ» (Πράξ. 22:2). Αλλά και οι παραθέσεις που κάνει στις επιστολές του, μολονότι βασίζονται στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, δείχνουν γνώση και του Εβραϊκού κειμένου, άρα και της αρχαίας Εβραϊκής.

Από το χωρίο Πράξ. 23:16 («ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου […]»), μαθαίνουμε περί ενός ανιψιού του Παύλου, γιου της αδελφής του. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ίσως η αδελφή του ήταν εγκατεστημένη στην Ιερουσαλήμ και έτσι είχε έναν επιπλέον λόγο να μεταβεί εκεί όπου έγινε τελικά μαθητής του Γαμαλιήλ.

Καθώς μαθήτευσε κοντά στον σημαντικό αυτό διδάσκαλο, έγινε κάτοχος, όσο λίγοι, της Ιουδαϊκής θεολογίας, ενώ το ύφος του, η θεολογική του μέθοδος και η χρήση της Γραφής παρουσιάζουν τον Παύλο ως αυστηρό αλλά και αγνό, ραββίνο, γνώστη όλων των επίμαχων ζητημάτων του ιουδαϊκού Νόμου και ικανό χειριστή της ραββινικής διαλεκτικής. Ο ίδιος ομολογεί αργότερα ότι υπήρξε πολύ επιμελής και μάλιστα «περισσότερος ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων» και διέπρεπε μεταξύ των συνομηλίκων (Γαλ. 1:14, Πράξ. 26:4). Αναφερόταν συχνά στα προνόμια και τη θεία κλήση του Ισραήλ (Ρωμ. 3:1.2, 9:4.5, 15:8) και αρκετά νωρίς απόκτησε βαθιά συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στον ιουδαϊκό και τον εθνικό κόσμο, ενώ απόκτησε αντίληψη για τη σημασία του Νόμου για τη ζωή του Ισραηλίτη και την απολύτρωση του Ισραήλ.

Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο Απόστολος Παύλος δεν γνώριζε τη θρησκευτικότητα και τη θρησκεία των εθνικών, ή τη μυθολογία τους και τις δημόσιες θρησκευτικές γιορτές του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Ο Στράβων μάς πληροφορεί ότι η Ταρσός στα χρόνια του Παύλου ήταν ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια στα γράμματα, και ήταν έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων. Στην πόλη αυτή ο Παύλος διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με τη σκέψη και τη ζωή του ελληνισμού.

Αν και δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τη γνώση του επάνω στους εθνικούς ποιητές, εντούτοις υπάρχουν τρία αποσπάσματα τα οποία ο ίδιος παραθέτει:

«φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α’ Κορ. 15:33), στίχος από τη Θαΐδα του Μενάνδρου, του Αθηναίου κωμικού ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ.

«Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» (Τίτ. 1:12), χωρίο που πιθανόν προέρχεται από το «Περὶ χρησμῶν» απολεσθέν σύγγραμμα του Επιμενίδη (7ος π.Χ. αιώνας) και επανέλαβε αργότερα ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αιώνας) στον ύμνο του προς τον Δία.

«Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν» (Πράξ. 17:28), τμήμα από στίχο που έγραψε ο Άρατος ο Σολεύς από την Κιλικία (3ος π.Χ. αιώνας).

Είναι πάντως πιθανό, οι δύο πρώτες παραθέσεις να είχαν τον χαρακτήρα παροιμίας στην εποχή του Παύλου. Η τρίτη παράθεση όμως, είναι δυνατόν να αποτελέσει τεκμήριο κάποιας, περιορισμένης έστω, γνώσης των «θύραθεν» ποιητών. Επιπλέον όμως, καθώς ο Παύλος μαθήτευσε στον Γαμαλιήλ για τον οποίο το Ταλμούδ αναφέρει ότι ήταν γνώστης της ελληνικής φιλολογίας, και καθώς ο Παύλος μετά τη στροφή του προς το Χριστιανισμό επέστρεψε στην Ταρσό (Πράξ. 9:30, 11:25, Γαλ. 1:21), σε αυτή την περίοδο μπορεί να απέκτησε κάποιες γνώσεις επάνω στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία.

Εκτός από τη θεωρητική μόρφωση που έλαβε, έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού, ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, όπως και οι περισσότεροι ραββίνοι. Πιθανόν δηλαδή να έπλεκε ύφασμα που χρησίμευε για σκηνοποιία, καθώς η Ταρσός όπως και όλη η Κιλικία, όπως μαρτυρεί ο λατινικός όρος Cilicium 😊 ύφασμα από τρίχα κατσίκας), ήταν τόπος κατασκευής τέτοιων υφασμάτων.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε και αυτά..