Μία από τις τραγικότερες μορφές του 1821 είναι αναμφίβολα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κατά το ξέσπασμα της Επανάστασης, Γρηγόριος ο Ε’.
Ο τραγικός του θάνατος με απαγχονισμό και όσα ακολούθησαν μετά απ’ αυτόν, του έδωσαν μια θέση ανάμεσα στους αγίους της Εκκλησίας μας και μεταξύ των εθνομαρτύρων. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια γεγονότα των πατριαρχιών του που έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις, όπως ο αφορισμός του Ρήγα Φεραίου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, όπως και η αποκήρυξη της Επανάστασης του 1821.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ αποφάσισε, υπό την πίεση των συμβούλων του και φανατισμένων μουσουλμάνων, τη σφαγή των Ελλήνων της Πόλης (μέσα Μαρτίου 1821). Έπρεπε όμως να εκδοθεί φετφάς του ανώτατου θρησκευτικού αρχηγού των Οθωμανών του σεϊχουλισμάλη Χατζή Χαλίλ Εφέντη.
Σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία, ο Γρηγόριος για να σώσει τους ορθόδοξους Χριστιανούς, επισκέφθηκε του σεϊχουλισμάμη και τον διαβεβαίωσε ότι το Γένος δεν είχε καμία σχέση με όσα γίνονταν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Καθώς το Κοράνι δεν επέτρεπε την τιμωρία αθώων για ένοχες ενέργγειες συγγενών τους, ο Χατζή Χαλίλ Εφέντης, ζήτησε από τον Πατριάρχη πειστήρια για να στηρίξει την εισήγησή του στον σουλτάνο. Ο Γρηγόριος με τα μέλη της Συνόδου, υπέγραψαν κείμενο αφορισμού και το παρέδωσαν στον Τούρκο θρησκευτικό ηγέτη.
Αυτός δεν ενέκρινε τη σφαγή, γεγονός το οποίο όμως είχε σαν αποτέλεσμα να εξοριστεί και να θανατωθεί! Με φετφά του νέου σεϊχουλισλάμη Φεΐζ εφέντη, που επέτρεπε την τιμωρία όλων των ενόχων, ο σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο ζητούσε από το Πατριαρχείο να αποδοκιμάσει την επανάσταση και να αφορίσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον Μιχαήλ Σούτσο και τους οπαδούς τους, προκειμένου να χορηγήσει αμνηστία.
Τελικά, λόγω της αφόρητης πίεσης, ο Γρηγόριος Ε’ η Σύνοδος από 21 Αρχιερείς και λαϊκοί (ανάμεσά τους ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μεγάλος διερμηνέας του στόλου Ν. Μουρούζης, ηγέτες των συντεχνιών κ.ά.), συνολικά 72 άτομα, εξέδωσαν, ο Πατριάρχης και οι Συνοδικοί, δύο αφορισμούς και οι λαϊκοί αποκήρυξη της Επανάστασης με αναφορά ως συνήθως, στην καλοκαγαθία του σουλτάνου. Πιθανότατα ο πρώτος αφορισμός εκδόθηκε μετά τη λειτουργία της 23ης Μαρτίου και επειδή αφορούσε την επαρχία της Ουγγροβλαχίας μόνο, δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, που ζήτησε και νέο αφορισμό, όλων των Χριστιανών της αυτοκρατορίας, ο οποίος εκδόθηκε στις 27 Μαρτίου. Ωστόσο, ενώ στο πρώτο κείμενο αναγράφεται “αφωρισμένοι υπάρχουσι”, στο δεύτερο, η έγκλιση του ρήματος γίνεται ευκτική μέλλοντος: “αφωρισμένοι υπάρχοιεν”. Στο περιβάλλον του Πατριάρχη ο σουλτάνος είχε τοποθετήσει Τουρκοκρητικούς, που γνώριζαν ελληνικά, για να μπορεί να μαθαίνει τι συζητούσαν ο Γρηγόριος με τους άλλους αρχιερείς.
Ακόμα και μετά τους δύο αφορισμούς, το κλίμα για τον Γρηγόριο ήταν πολύ βαρύ. Τόσο ξένοι πρεσβευτές, όσο και Φιλικοί, είχαν στείλει καράβια για να φύγει όποτε επιθυμούσε από την Κωνσταντινούπολη. Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος, αν και γνώριζε τι τον περιμένει.
“Πηγαίνω εκεί που με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους και ο πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων”, έλεγε στους συνομιλητές του.
Στο μεταξύ, ξεκίνησαν σφαγές των Ελλήνων της Πόλης.
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα του 1821 και οι Έλληνες, περνούσαν τα δικά τους πάθη. Τη Μεγάλη Δευτέρα, θανατώθηκε ο Κ. Μουρούζης. Ακολούθησανν σφαγές, κυρίως Πελοποννησίων.
Ας μην ξεχνάμε, ότι η Επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει και στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι δεν σεβάστηκαν ούτε τις πρεσβείες. Καταπάτησαν την ισπανική και επιχείρησαν να εισβάλλουν και στη ρωσική. Ο πρέσβης Στρογκάνοφ και οι γενναίοι φύλακες όμως, απέτρεψαν την εισβολή.
Κατάφεραν όμως οι Τούρκοι να μπουν στο σπίτι του διερμηνέα της ρωσικής πρεσβείας Φοντόν, ο οποίος μόλις κατάφερε να σωθεί. Όσοι κρύβονταν όμως στην οικία του, κατακρεουργήθηκαν. Πολλοί δολοφονούνταν τη νύχτα και ρίχνονταν στη θάλασσα. Οι ακτές γύρω από την Πόλη, ήταν γεμάτες με πτώματα Ελλήνων. Παλιά πλοία, γεμάτα από συλληφθέντες, δήθεν από τον εξαγριωμένο όχλο, βυθίζονταν σκόπιμα στο πέλαγος, με αποτέλεσμα τον πνιγμό εκατοντάδων αθώων.
Αλλά και οι Φαναριώτες και οι άλλοι επίσημοι, δεν είχαν καλύτερη τύχη. Ο Α. Τσιράς και ο γιος του Στέφανος, αφού υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκαν έξω από το σπίτι τους, επειδή ήταν Πελοποννήσιοι!
Ο Δ. Παπαρρηγόπουλος, ο αδελφός του Ιωάννης, ο Δ. Σκαναβώς, ο Π. Τσιγκής και ο πρώην διερμηνέας του στόλου Μ. Χαντζερής, απαγχονίσθηκαν. Ο Γ. Μαυροκορδάτος κρεμάστηκε από το παράθυρό του. Δολοφονήθηκαν ακόμα οι: Κ. Κάλφας, Χατζηβασίλης, Χ. Πανανός, Κ. Μάνος, Κ. Ήμερος, Ε. Δανέζης, τραπεζίτης της ρωσικής πρεσβείας, τον οποίο δεν πρόλαβε να σώσει ο Στρογκάνοφ, οι Ν. και Δ. Χαντζερής, δύο Θεραπιανοί και τρεις νεροκράτες (υπεύθυνοι για τη διανομή του νερού), με την κατηγορία ότι σκόπευαν να δηλητηριάσουν το νερό των ανακτόρων και των τουρκικών συνοικιών, ο Τσαλίκης, ο Δ. Λεβίδης και ο αδελφός του Αλέξανδρος επειδή δύο ανίψια τους υπηρετούσαν στον στρατό του Υψηλάντη.
Ανατέθηκε στον Πατριάρχη η φύλαξη της χήρας του Δ. Μουρούζη, που είχε αποκεφαλιστεί στη Σούμλα το 1812, και των έξι παιδιών της. Ο Γρηγόριος ανέθεσε τη φύλαξη τους σε δύο πρωτοσύγκελους. Την επόμενη μέρα η οικογένεια Μουρούζη φυγαδεύτηκε στην Οδησσό από τον Κυριακό Κουμπάρη και οι πρωτοσύγκελοι αποκεφαλίστηκαν!
Τη μέρα του Πάσχα του 1821, 10 Απριλίου, έφτασε στο Πατριαρχείο ο νέος διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης, που είπε στον Γρηγόριο να συγκεντρωθούν στην αίθουσα όλοι οι συνοδικοί, οι προύχοντες και όσοι είχαν δικαίωμα ψήφου για τα ζητήματα του Πατριαρχείου. Σύντομα, η αίθουσα γέμισε από Τούρκους αξιωματούχους. Ανάμεσά τους, ήταν και ο κεσεδάρης, ο αρχιδήμιος. Ο Αριστάρχης, μέσα σε νεκρική σιγή, διάβασε το φιρμάνι:
“Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος προς την Πύλην και ραδιούργος, καθίσταται έκπτωτος της θέσεώς του και του προσδιορίζεται διαμονή το Καδίκιοϊ , μέχρι νεοτέρας διαταγής”.
Ο Γρηγόριος αποχώρησε αμέσως από την αίθουσα, φορώντας το ράσο του κι ένα καλυμμαύχι. Οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Όταν εκλέχθηκε νέος Πατριάρχης, ο Πισιδίας Ευγένιος, ο Γρηγόριος οδηγήθηκε φρουρούμενος με μια βάρκα, στην αποβάθρα του Φαναρίου.
Εκεί τον περίμεναν πλήθος ένοπλων Τούρκων, μαινόμενος όχλος και Εβραίοι ουρλιάζοντες (Δ. Κόκκινος).
Τον μετέφεραν στην πλατεία του Φαναρίου όπου γίνονταν οι εκτελέσεις. Εξαντλημένος ο Γρηγόριος γονάτισε, αναμένονταν τον αποκεφαλισμό του. Ο δήμιος, αφού τον κλότσησε (!) του είπε: “Σήκω και βάδιζε. Δεν είναι εδώ ο τόπος του θανάτου σου”. Με τη βοήθεια δύο στρατιωτών, ο Γρηγόριος σηκώθηκε και οδηγήθηκε μπροστά στην είσοδο των Πατριαρχείων. Εκεί ετοιμάστηκε η αγχόνη. Χρειάστηκε μία ώρα καθώς ο μαινόμενος όχλος, χλεύαζε και εξύβριζε τον Γρηγόριο.
Αυτός παρέμενε ακίνητος και προσευχόταν. Σε λίγο, πέρασαν στο κεφάλι του Γρηγόριου τη θηλιά και τράβηξαν το σχοινί.
Το καλυμμαύχι έπεσε και οι Τούρκοι έσπευσαν να του το φορέσουν πάλι, για να δείξουν ποιος ήταν. Λίγο αργότερα ο Γρηγόριος ξεψύχησε. Κρέμασαν τότε στον τράχηλό του τον “γιαφτά”, στον οποίο αναφερόταν οι λόγοι της εκτέλεσής του. Επρόκειτο για “ψευδείς όλους και ηλιθίους, μεταξύ των οποίων ως σοβαρότερον πειστήριον της ενοχής του ότι είχε γεννηθεί εις Πελοπόννησον “όπου κατά πρώτον εξερράγη η επανάστασις”, γράφει ο Δ. Κόκκινος.
Το άψυχο σώμα του Γρηγόριου, έμεινε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, που είναι κλειστή ως σήμερα, τρεις μέρες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε και αυτά..