Το σπίτι μας στις Καλύβες ήταν από όσα διηγούνται οι παλιοί κτισμένο στην αρχή του προηγούμενου αιώνα αλλά εγώ το θυμάμαι σχετικά καλά στην πρώτη μορφή που το γνώρισα στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μορφή που την διατήρησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Είναι βέβαιο ότι η αρχική του μορφή δεν ήταν αυτή που γνώρισα εγώ όταν άρχισα να καταλαβαίνω τι συμβαίνει γύρω μου. Βασικά ήταν χειμωνιάτικο σπίτι που το χρησιμοποιούσαν τους μήνες από τον Νοέμβριο μέχρι και τον Μάρτιο ίσως για να ξεχειμωνιάσουν και να μαζέψουν τις ελιές που βρίσκονταν στον κάμπο και τις πλαγιές των λόφων της κοιλάδας του Πρίνου και της γειτονικής προς το Ραχώνι.
Ετσι απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει τζάκι σε κάθε δωμάτιο, κάτι που συμπεραίνω από τις καπνοδόχους που είναι ακόμα εμφανείς στη στέγη του. Εγώ τζάκια στα υπνοδωμάτια δεν πρόλαβα γιατί στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού τα τζάκια γκρεμίστηκαν και διατηρήθηκαν μόνο οι τρύπες των μπουριών για τις σόμπες που τα αντικατέστησαν.
Πρακτικά όμως σόμπα θυμάμαι να υπάρχει μόνο στο υπνοδωμάτιο της γιαγιάς ενώ στο δικό μας θέρμανση δεν θυμάμαι να υπάρχει.
Το βασικό σπίτι με τα παλιά χοντρά ντουβάρια είχε δύο υπνοδωμάτια, σαλόνι και ένα στενό μακρόστενο κουζινί στο βάθος του οποίου υπήρχε τουαλέτα, όλα με ξύλινο πάτωμα και η τουαλέτα με τρύπα στο πάτωμα χωρίς λεκάνη φυσικά.
Το κουζινί είχε δίπλα στην τουαλέτα ένα τζάκι όπου μπορούσες να ανάψεις φωτιά και να μαγειρέψεις. Το σαλόνι χωριζόταν από τα υπνοδωμάτια με τσατμά από καλάμια.
Τα υπνοδωμάτια είχαν το καθένα ένα παράθυρο που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο ενώ το σαλόνι είχε ξύλινη πόρτα με τζάμια που έβγαζε σε ξύλινο μπαλκόνι με ξύλινα κάγκελα και στέγαστρο με λαμαρίνες. Παράθυρο μικρό είχε και το κουζινί ενώ η τουαλέτα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμια νομίζω.
Στο σπίτι ανέβαινες με πέτρινη σκάλα από το πίσω μέρος και έμπαινες απευθείας στο κουζινί και στο σπίτι από την πόρτα που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Το δικό μας υπνοδωμάτιο είχε δύο χωνευτά ντουλάπια και ξύλινη εξωτερική ντουλάπα, δώρο του θείου μου Δημητρού στην αδελφή του για το γάμο της.
Το δωμάτιο της γιαγιάς είχε μόνο ένα χωνευτό ντουλάπι με διπλό πορτόφυλο γιατί το πάνω μέρος ήταν ταυτόχρονα και εικονοστάσι με καντήλι.
Το ισόγειο του σπιτιού ήταν χωρισμένο με απλό ξύλινο χώρισμα με σανίδες σε δυό χώρους και το πάτωμα του ενός ήταν ξύλινο και το άλλο με τσιμέντο.
Ο χώρος κάτω από το υπνοδωμάτιο της γιαγιάς είχε δυό παράθυρα και μιά πόρτα, τον θυμάμαι πάντα με ξυλόσομπα, ήταν το χειμερινό ραφείο της θείας Αννας και τον θυμάμαι πάντα να έχει νέες κοπέλες του χωριού που μάθαιναν την τέχνη του ραψίματος.
Ο υπόλοιπος χώρος που ήταν μεγαλύτερος και είχε δυό παράθυρα και μια πόρτα ήταν μαγαζί στα χρόνια μου όπου είχε το κατάστημα Νεωτερισμών ο Μπαρμπα Βαγγέλης Τριανταφυλλίδης και ήταν γεμάτο τόπια με υφάσματα κάθε είδους.
Παλιότερα μου είπαν ότι ήταν καφενείο αλλά εγώ δεν το πρόλαβα. Ο χώρος κάτω από το κουζινί ήταν πάντα αποθήκη για τα ξύλα του χειμώνα.
Πίσω από το σπίτι υπήρχε ένα μικρό κηπάκι όπου φυτεύονταν χειμωνιάτικα λαχανικά και πίσω από αυτό ήταν η Αχυρώνα όπου φιλοξενούνταν τα ζωντανά της οικογένειας. Στα χρόνια μου υπήρχαν συνήθως δυό κατσίκες και ένας γάϊδαρος.
Ο χώρος είχε ελαφρώς επικλινές έδαφος από χώμα, μια ξύλινη πόρτα και ένα παράθυρο με ξύλινο κανάτι. Η στέγη ήταν από λαμαρίνα και οι τοίχοι κτισμένοι με πέτρες και χώμα. Στον έναν τοίχο υπήρχαν ξύλινα ράφια και πολλά καρφιά όπου υπήρχαν κάθε είδους αγροτικά εργαλεία και σύνεργα. Κάθε ζώο είχε το παχνί του και στο πίσω σκοτεινό μέρος ήταν ο χώρος όπου αποθηκεύονταν οι μπάλες του τριφυλλιού που ήταν η τροφή των ζωντανών όταν τα κλείναμε τη νύχτα στην αχυρώνα.
Το σπίτι εκσυγχρονίστηκε κατά κάποιον τρόπο με οικοδομική άδεια τρείς φορές.
Αρχικά το 1961 με άδεια της αστυνομίας γκρεμίστηκε το κουζινί και κτίστηκε κουζίνα με μπαλκόνι στο οποίο υπήρχε εξωτερική τουαλέτα με τουρκικού τύπου λεκάνη, χωρίς μπάνιο αλλά με βρύση και λάστιχο για καλοκαιρινό ντούς μόνο κατάλληλο και βεράντα στο πίσω μέρος πριν την κουζίνα.
Δυό χρόνια αργότερα αλλάχτηκε η στέγη και τοποθετήθηκαν κεραμίδια ενώ λίγο αργότερα αλλάχτηκε και η στέγη της αχυρώνας και οι λαμαρίνες αντικαταστάθηκαν επίσης από κεραμίδια.
Το ξύλινο μπαλκόνι του σαλονιού που είχε αρχίσει να σαπίζει από τα χρόνια αντικαταστάθηκε το 1973 με τσιμεντένιο που ήταν πιό μακρύ αλλά κάπως στενότερο και τέλος το 1975 κτίστηκε λουτροκαμπινέ πίσω από την κουζίνα προς την αχυρώνα με μπανιέρα, τουαλέτα, μπιντέ και θερμοσίφωνο με ξύλα και ηλεκτρικό. Το σπίτι απέκτησε ψυγείο στα τέλη της δεκαετίας του 1960, πλυντήριο μετά το 1981 και δυό κλιματιστικά το 1996 για θέρμανση.
Στα παιδικά χρόνια μου το σπίτι είχε νερό αλλά δεν είχε ρεύμα ακόμα που ήρθε πολύ αργότερα.
Η θέρμανση τον χειμώνα γινόταν με ξυλόσομπες μια που το κλάδεμα των λιόδεντρων έδινε αρκετά ξύλα. Αργότερα η ξυλόσομπα στο δωμάτιο της γιαγιάς αντικαταστάθηκε με σόμπα πετρελαίου αλλά παρέμεινε η μασίνα στην κουζίνα. Το ρεύμα έφτασε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 αλλά υπήρχε ραδιόφωνο με μπαταρίες για την ενημέρωση από διάφορους σταθμούς που είχε αγοράσει η θεία Αννα.
Τηλέφωνο αποκτήσαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και τηλεόραση στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Η καλύβα μας ήταν στο πιό κεντρικό σημείο του χωριού εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 60 και λίγο πολύ τους ήξερα και με ήξεραν όλοι. Μέχρι πριν από 25 χρόνια που έμεναν εκεί ακόμα οι γονείς μου και εγώ μπαινόβγαινα τακτικά στο σπίτι δεν υπήρχαν σοβαρές αλλαγές… από κεί και πέρα μέχρι που αποφάσισα να ξαναφτιάξω το πατρικό μου σπίτι και έδιωξα τον τελευταίο τζαμπατζή ενοικιαστή έχασα κυριολεκτικά τον λογαριασμό.
Πρώτος γείτονας στο ίδιο σπίτι ήταν ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Τριανταφυλίδης που είχε το μαγαζί με τα υφάσματα κάτω από το υπνοδωμάτιό μας αλλά ήταν μεγαλούτσικος και αργότερα το άφησε και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον τουρισμό στο Δασύλιο φτιάχνοντας το ξενοδοχείο Μεγάλο Πεύκο.
Για κάποιον καιρό το παλιό ραφείο της θείας στο ισόγειο το χρησιμοποιούσε ως αποθήκη η Αγλαϊτσα Λιόλιου αφού πήρε το μπακάλικο του θείου μου Δημητρού στο ισόγειο του σπιτιού της γιαγιάς μου.
Απέναντί μας το σπίτι του Κουνάδα που στο ισόγειο ήταν καφενείο και στον πάνω όροφο το σπίτι που εκείνον τον καιρό ήταν μικρό με μια μεγάλη ταράτσα που δεν μας έκρυβε πολύ την θέα προς την Κορακιά αλλά αργότερα που κτίστηκε ολόκληρος ο όροφος χάσαμε τελείως τη θέα.
Τελευταία, όταν ζούσαν ακόμα οι γονείς μου, θυμάμαι ότι εκεί έμενε η κόρη της Τριανταφυλιάς η Μαρία.
Λίγο παραπέρα και απέναντι ήταν το περίπτερο του Αλέκου του Ξανθάκη που έδινε ζωή και κίνηση στη γειτονιά μέχρι αργά το βράδυ. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος του τώρα. Πίσω από το περίπτερο ήταν το σπίτι του Βαγγέλη του Κάλτσα και δίπλα του Επαμεινώνδα.
Δίπλα στου Κάλτσα προς το Καζαβίτι ήταν το σπίτι του Σιαμαντούρα όπου παλιά νομίζω ότι έμενε ο γιός του ο Χρήστος. Από την άλλη μεριά ήταν κάποιο άλλο σπίτι του οποίου δεν θυμάμαι τον ιδιοκτήτη και σήμερα φαίνεται να υπάρχει ένα μεγάλο ισόγειο κτίριο με πλάκα και χωρίς κεραμοσκεπή του οποίου αγνοώ τον ιδιοκτήτη.
Δίπλα μας αλλά από την άλλη πλευρά του δρόμου ήταν το σπίτι της γιαγιάς Μαρίας που έμενε εκεί όσο έμενε εκεί και ο θείος Δημητρός.
Το σπίτι επεκτάθηκε αρχικά αλλά όταν εκείνος έφυγε το σπίτι γκρεμίστηκε, ξαναφτιάχτηκε και περιμένει τους ιδιοκτήτες του να ρθούν από την Κόρινθο για λίγο καιρό το χρόνο.
Από κάτω ήταν το μπακαλικάκι του θείου Δημητρού που αργότερα πήρε η Αγλαϊτσα Λιόλιου που φώτιζε κι εκείνο λίγο την γειτονιά. Δίπλα στης γιαγιάς Μαρίας ήταν και είναι ένα μικρό σπιτάκι με το μπαλκονάκι που θα πρέπει να ήταν ιδιοκτησίας κάποιου από το σόϊ της και σήμερα εξακολουθεί να στέκεται εκεί αλλά δεν ξέρω τον σημερινό ιδιοκτήτη.
Κολλητά στην αχυρώνα μας ήταν το σπιτάκι του μπάρμπα Γιάννη του Τσιάγκα που έφτιαξε το ημιτελές εξαιρετικό θρησκευτικό ξυλόγλυπτο που λέγεται ότι βρίσκεται σε κακή κατάσταση στον γυναικωνίτη της εκκλησίας του Αϊ Νικόλα, και της γυναίκας του Ελένης.
Τελευταία το μικρό σπιτάκι ξαναφτιάχτηκε και επεκτάθηκε από τους κληρονόμους τους και πλέον φαίνεται να ενοικιάζεται με χρονομίσθωση τα καλοκαίρια.
Από την άλλη μεριά της αχυρώνας ήταν το σπίτι του Γιώργου Παπανικολάου (Μπαρμπία) και της Αρτεμησίας Παλιαγά που φαίνονταν έρημα τελευταία, άγνωστοι πλέον οι ιδιοκτήτες τους. Το μισό σπίτι του Δημητρού του Μανωλούδη πιό πέρα από τα προηγούμενα έχει γκρεμιστεί πριν μερικά χρόνια, άγνωστο γιατί, μάλλον από την εγκατάλειψη. Το άλλο μισό εξακολουθεί να υπάρχει και να κατοικείται αλλά δεν γνωρίζω ούτε τον ιδιοκτήτη ούτε τον κάτοικο.
Το σπίτι του Κώστα και της Σωτηρούλας Χατζηγιώργη δίπλα στο δικό μας αλλά από την άλλη μεριά του δρόμου, εξακολουθεί να στέκεται στη θέση του σε άριστη κατάσταση μια και εκεί ζεί η κόρη τους η Γιώτα. Δίπλα στο σπίτι του Χατζηγιώργη ήταν το σπίτι του Παναγιώτη Βεγίνα που είχε καφενείο στο ισόγειο και δίπλα το σπίτι του Γρηγόρη Βεγίνα. Το σπίτι του Παναγιώτη έμαθα ότι πουλήθηκε και ανακαινιζόταν τελευταία αλλά δεν ξέρω τίποτα για το άλλο.
Απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς Μαρίας ήταν το σπίτι του Θόδωρου και της Ζαφειρίτσας Μαυρομάτη που είχε δυό κόρες και έναν γιό αν θυμάμαι καλά αλλά δεν έχω ιδέα ούτε σε ποιόν ανήκει ούτε ποιός μένει εκεί. Δίπλα του ήταν το σπίτι του Αλέκου Παπουτσή όπου λογικά θα μένει κάποιο από τα εγγόνια του και απέναντι το σπίτι και το καφενείο του Κώστα Παπουτσή που μετά τον ξαφνικό του θάνατο έστεκε έρημο μέχρι τελευταία που είδα ότι κάποιος το ξανάφτιαξε.
Αφησα τελευταία το σπίτι του Κώστα (ή Σπανού όπως τον ξέραμε στη γειτονιά) με το μπακάλικο και το καφενείο, το σπίτι που έμενε ο Μήτσος ο Μπούχλας ο παραγγελιοδόχος και το σπίτι του Περικλή του Πατήρα αλλά δεν ξέρω απολύτως τίποτα για αυτά.
Πάνω από την αχυρώνα ήταν ένα μικρό σπιτάκι που η στέγη του είχε βουλιάξει, άγνωστου τότε και τώρα ιδιοκτήτη που πριν λίγους μήνες επισκευάστηκε και δείχνει σε καλύτερη κατάσταση. Δίπλα σε αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι το σπίτι του Παπα Δημήτρη και ο όροφός του δεσπόζει της γειτονιάς. Ανάμεσα σ’αυτό και στο τότε σπίτι του Πλατάνα ήταν το δρομάκι που οδηγούσε στον κήπο της γιαγιάς Μαρίας στους πρόποδες της Βαλανίδας αλλά τώρα υπάρχουν πολλά σπίτια στην περιοχή και δεν τολμώ να θυμηθώ περισσότερα. Πίσω από τα σπίτια του Χατζηγιώργη και του Βεγίνα ήταν το σπίτι του παππού Σταμάτη Στενού, αδελφού της γιαγιάς Μαρίας όπου συχνά με πήγαινε η μάνα μου όταν ήμουν πολύ μικρός.
Δεν θα πρέπει να παραλείψω τα σπίτια που ήταν χαμηλότερα που είχαν και τα δυό μπακάλικα στα χρόνια μου, του Σταματιάδη και του Βογιατζή και παραδίπλα δυό φούρνους, του Βουλτσίδη και του Σταματιάδη.
Πλούσια η γειτονιά μου σε μαγαζιά, καφενεία και φούρνους. Νομίζω ότι παλιότερα θα πρέπει να υπήρχαν δύο κοινοτικές βρύσες σχετικά κοντά, μιά έξω από το σπίτι του Τσιρακτσόπουλου, απέναντι από το σπίτι του Σιαμαντούρα και μια άλλη έξω από το σπίτι του Λάμπρου Ευαγγελίδη (Ξυνού) πάνω από το σπίτι του Μανωλούδη. Μπορεί τότε να ήταν η Πλατάνα το κέντρο του χωριού και να γινόταν εκεί η δοξολογία στις εθνικές επετείους, αλλά σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και είχαν αρχίσει να είναι από τότε που εγώ έπαψα να μένω τον περισσότερο καιρό του χρόνου στο χωριό εδώ και σχεδόν ολόκληρα εξήντα χρόνια…
Οι άνθρωποι μεγάλωσαν, οι περισσότεροι έφυγαν από τον μάταιο τούτο κόσμο, τα παιδιά των παιδιών τους ίσως έχουν στα χέρια τους τις περιουσίες τους αλλά σπάνιοι είναι ίσως αυτοί που τα κατοικούν, πολλοί καινούριοι ξεφύτρωσαν από το πουθενά, ρίζωσαν και άνθησαν, αγόρασαν με τον κόπο τους και ξαναέφτιαξαν πολλά από τα παρατημένα σπίτια. Πολλά τα αυτοκίνητα για τη γειτονιά πλέον, δύσκολα βρίσκεις μέρος και άδειοι χώροι δεν υπάρχουν.
Τώρα που το σπίτι έπαψε να είναι στα δικά μου χέρια αλλάζει ριζικά και η αλλαγή έχει ξεκινήσει. Το πότε θα πάρει την τελική του μορφή δεν είναι εύκολο να το πείς αλλά χωρίς να γκρεμιστεί θα είναι ένα άλλο σπίτι ή μάλλον άλλα σπίτια γιατί οι συνθήκες έχουν αλλάξει στα τόσα χρόνια που πέρασαν.

George Kyranastasis

Σχόλιο:

Αναμνήσεις υπέροχες Γιώργο των παιδικών μας χρόνων !
Να είσαι καλά για το αληθινό πέρα για πέρα αφήγημα .
Να προσθέσω μόνο για το σπίτι του Θόδωρου κ της Ζαφειρίτσας Μαυρομάτη,
η μεγάλη κόρη έφυγε πολύ νέα από την κακιά αρρώστια,ο αδελφός μένει  στην
Θεσσαλονίκη όπως και η μικρότερη η Σαλονικιά (Νίκη )
συμμαθήτρια μου και οικογενειακή φίλη μας δυστυχώς έφυγε ξαφνικά
και αναπάντεχα τον Δεκέμβριο του 2022 επιστρέφοντας από ένα ταξίδι
με τουριστικό γκρουπ …
Λίγο πριν το καλοκαίρι νομίζω το έχουν πουλήσει σε ….Πολωνό !
Το αναφέρεις λίγο ποιο επάνω για Σταματιάδη κ Βογιατζη αλλά το θυμήθηκα κι εγώ ….
Θυμάμαι και εγώ κάτι επιπλέον ,η γειτονιά είχε άλλα 3 μπακάλικα και σχεδόν
με την σειρά ψωνίζαμε απ’ολους ,απέναντι από του Παναγιώτη Βεγίνα και του Σιαμαντουρα
ήταν του μπάρμπα Θανάση και Μαρίας Κώστα (Μουσιώνης ) απέναντι από του Θείου
σου Δημητρού  λίγα μέτρα πιο κάτω αντικριστά του Θωμά Σταματιάδη  που είχε και τον
φούρνο και το μπακάλικο της Εριφύλης κ Παναγιώτη Βογιατζη  ήταν ο μόνος θυμάμαι
που είχε μουρουνέλαιο σε μεγάλα μπουκάλια και παίρναμε
Είχαμε αν θυμάμαι σωστά 3 Υφασματοπωλεία του Βαγγέλη Τριανταφυλλίδη,
της Σαμαρά Ελένης και του Βασιλάκη Δούκα που είχε κολλητά και το κουρείο
Και βέβαια στην Θεία σου Άννα που μου έστελνε η μάνα μου να ράψει διάφορα …
Π.Π.Νούνης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε και αυτά..